-
1 ἀνίστημι
A causal in [tense] pres. ἀνίστημι (later [full] ἀνιστάω S.E.M. 9.61): [tense] impf. ἀνίστην: [tense] fut. ἀναστήσω, poet. ἀνστήσω: [tense] aor. 1 ἀνέστησα, [dialect] Ep. ἄνστησα, [dialect] Aeol. [ per.] 3pl.ὄστασαν Hsch.
: [tense] pf. , Arr.Epict.1.4.30: also in [tense] aor. 1 [voice] Med. ἀνεστησάμην (v. infr. 1.5, 111.6).I make to stand up, raise up, γέροντα δὲ χειρὸς ἀνίστη he raised the old man up by his hand, Il.24.515, cf. Od.14.319;τί μ' αὖ.. ἐξ ἑδρας ἀνίστατε; S.Aj. 788
;ἀ. τινὰ ἐκ τῆς κλίνης Pl.Prt. 317e
;ὀρθὸν ἀ. τινά X.Mem.1.4.11
;ἀπὸ τοῦ καθαρμοῦ τινα D.18.259
.2 raisefrom sleep, wake up, Il.10.32, etc.;εἰς ἐκκλησίαν ἀ. τινά Ar.Ec. 740
;ἀ. τινὰ ὠμόϋπνον Eup.305
: metaph.,ἀ. νόσον S.Tr. 979
.3 raise from the dead,οὐδέ μιν ἀνστήσεις Il.24.551
, cf. A.Ag. 1361, S.El. 139; from misery or misfortune, Id.Ph. 666, Aeschin.1.67.5 after Hom., also of things, set up, build, στήλας v.l. in Hdt.2.102;πύργους X.Cyr.7.5.12
, etc.;τρόπαια Διί E.Ph. 572
; ἀνδριάντα ἐς Δελφούς Philipp. ap. D.12.21; so ἀ. τινὰ χρυσοῦν, χαλκοῦν (in pure Attic ἱστάναι), set up a golden, brazen statue of him, Plu.2.170e, Brut.1 ([voice] Pass., v. infr. B):—so in [tense] aor. 1 [voice] Med., ἀναστήσασθαι πόλιν build oneself a city, Hdt.1.165; ἀνεστήσαντο δὲ βωμούς they set them up altars, Call.Dian. 199.6 put up for sale, Hdt.1.196.II rouse to action, stir up,ἀλλ' ἴθι νῦν Αἴαντα.. ἄνστησον Il.10.176
, cf. 179, 15.64, etc.: c. dat. pers., raise up against another, τούτῳ δὲ πρόμον ἄλλον ἀναστήσουσιν ib.7.116 (v. infr. B. 1.5): rouse to arms, raise troops, Th.2.68,96;ἀ. πόλεμον ἐπί τινα Plu.Cor.21
; ἀναστήσας ἦγε στρατόν he called up his troops and marched them, Th.4.93, cf. 112, etc.III make people rise, break up an assembly by force, Il.1.191; but ἐκκλησίαν ἀναστῆσαι adjourn it, X.HG2.4.42.2 make people emigrate, transplant (cf. infr. B. 11.2),ἔνθεν ἀναστήσας ἄγε Od.6.7
;ἀνίστασαν τοὺς δήμους Hdt.9.73
;Αἰγινήτας ἐξ Αἰγίνης Th.2.27
; evenγαῖαν ἀναστήσειν A.R.1.1349
;οἴκους Plu.Publ.21
; alsoἀ. τινὰ ἐκ τῆς ἐργασίας D.18.129
.3 make suppliants rise and leave sanctuary, Hdt.5.71, Th.1.137, S.OC 276, etc.: also ἀ. στρατόπεδον ἐκ χώρας make an army decamp, Plb.29.27.10;τὰ πράγματα ἀνίστησί τινα Plu.Alc. 31
.4 ἀ. ἐπὶ τὸ βῆμα make to ascend the tribune, Id.2.784c, cf. Cam.32.5 of sportsmen, put up game, X.An.1.5.3, cf. Cyr.2.4.20 ([voice] Pass.), Cyn.6.23, D.Chr.2.2.6 μάρτυρα ἀναστής ασθαί τινα call him as one's witness, Pl.Lg. 937a.B intr. in [tense] pres. and [tense] impf. ἀνίσταμαι, -μην, in [tense] fut. ἀναστήσομαι, in [tense] aor. 2 ἀνέστην (but ἀναστῶ, for ἀναστήσω, Crates Com.4D.), imper. ἄστηθι (for ἄν-στηθι) Herod.8.1, part.ἀστάς IG4.951.112
(Epid.): [tense] pf. ἀνέστηκα, [dialect] Att. [tense] plpf. ἀνεστήκη; also [tense] pf.ἀνεστέασι Hdt.3.62
: [tense] aor. [voice] Pass. ἀνεστάθην, [dialect] Aeol. part.ὀσταθείς Hsch.
:—stand up, rise, esp. to speak,τοῖσι δ' ἀνέστη Il.1.68
, 101, etc.;ἐν μέσσοισι 19.77
: in [dialect] Att. c. [tense] fut. part., ἀ. λέξων, κατηγορήσων, etc.: so c. inf.,ἀνέστη μαντεύεσθαι Od.20.380
: in part.,ἀναστὰς εἶπε E.Or. 885
; ; also, rise from one's seat as a mark of respect,θεοὶ δ' ἅμα πάντες ἀνέσταν Il.1.533
; ἀπὸ βωμοῦ (cf. A. 111.3) Aeschin.1.84.2 rise from bed or sleep,ἐξ εὐνῆς ἀνστᾶσα Il.14.336
, cf. A.Eu. 124;εὐνῆθεν Od.20.124
;ὄρθρου ἀ. Hes. Op. 577
; ; οὐδ' ἀνιστάμην ἐκ κλίνης, of a sick person, And.1.64: abs., rise from sleep, Hdt.1.31.5 rise as a champion, Il.23.709; θανάτων χώρᾳ πύργος ἀνέστα [Oedipus] S.OT 1201: hence c. dat., stand up [to fight against..],Ἀγκαῖον.., ὅς μοι ἀνέστη Il.23.635
;μή τίς τοι.. ἄλλος ἀναστῇ Od.18.334
; codd.; v. supr. A.11.6 rise up, rear itself, (lyr.), cf. Plb.16.1.5; of statues, etc., to be set up, Plu.2.91a, 198f: metaph.,μή τι ἐξ αὐτῶν ἀναστήῃ κακόν Pi.P.4.155
;πόλεμος D.H.3.23
;θορύβου ἀναστάντος App.BC1.56
.8 of a river, rise,ἐξ ὀρέων Plu.Pomp.34
.9 [tense] pf. part.,γῆ γηλόφοισιν ἀνεστηκυῖα Arr.Ind.4.7
: metaph., lofty,ἀ. τὴν ψυχὴν γενόμενος Eun.Hist.p.233
D.2 to be compelled to migrate (supr. A. 111.2),ἐξ Ἄρνης ἀναστάντες ὑπὸ Θεσσαλῶν Th.1.12
, cf. 8: of a country, to be depopulated,χώρα ἀνεστηκυῖα Hdt.5.29
;πόλις.. πᾶσ' ἀνέστηκεν δορί E.Hec. 494
; ἡσυχάσασα ἡ Ἑλλὰς καὶ οὐκέτι ἀνισταμένη no longer subject to migration, Th.1.12;τὴν ἀσφάλειαν.. περιείδετ' ἀνασταθεῖσαν D.19.84
.3 of a law-court, rise, Id.21.221.4 cease,οὐκ, ἀνέστη ἕως ἐνίκησε σκορπίσαι Psalm.Solom.4.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνίστημι
См. также в других словарях:
Μουσείο, Αρχαιολογικό Θέρμου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θέρμου χτίστηκε το 1909, μέσα στον αρχαιολογικό χώρο, που ήρθε στο φως με τις ανασκαφές που ξεκίνησαν στην περιοχή του Θέρμου τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. Το ιερό του Απόλλωνα στο Θέρμο ήταν ιερός χώρος όλων των… … Dictionary of Greek
Θευγένης — (Θάσος 500; π.Χ. – ;). Αθλητής. Σύμφωνα με την παράδοση, η μητέρα του τον είχε αποκτήσει με τον Θάσιο Ηρακλή, ο οποίος είχε πάρει τη μορφή του ιερέα Τιμόξενου, γεγονός με το οποίο οι σύγχρονοί του εξηγούσαν την εκπληκτική δύναμή του και, γενικά,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
μενεκράτης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός από τις Συρακούσες (4ος αι. π.Χ.). Ο Αθήναιος αναφέρει στο έργο του Δειπνοσοφισταί ότι ο Μ. γυρνούσε στους δρόμους με συνοδεία τους ασθενείς που είχε γιατρέψει από την επιληψία, απαιτώντας από αυτούς να τον… … Dictionary of Greek
δέλφος — Μυθολογικό πρόσωπο. Επώνυμος ήρωας των Δελφών, που υποδέχτηκε τον Απόλλωνα στην Παρνασσίδα. Σύμφωνα με άλλη παράδοση, ο Δ. ήταν γιος του Απόλλωνα και της νύμφης Κελαινούς ή της Μελαίνης, κόρης του Κηφισού ή της Oνίας, κόρης του Κασταλίου. Σύζυγος … Dictionary of Greek
δελφός — Μυθολογικό πρόσωπο. Επώνυμος ήρωας των Δελφών, που υποδέχτηκε τον Απόλλωνα στην Παρνασσίδα. Σύμφωνα με άλλη παράδοση, ο Δ. ήταν γιος του Απόλλωνα και της νύμφης Κελαινούς ή της Μελαίνης, κόρης του Κηφισού ή της Oνίας, κόρης του Κασταλίου. Σύζυγος … Dictionary of Greek
Αιαντίδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του τυράννου της Λαμψάκου (τέλη 6ου αι. π.Χ.). Ο τύραννος της Αθήνας Ιππίας, μετά τη δολοφονία του αδελφού του Ίππαρχου, πάντρεψε την κόρη του Αρχεδίκη με τον Α., γιατί προέβλεπε τηνπτώση του και ήθελε να… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
αριστόνικος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος ρήτορας και πολιτικός (4ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τον Μαραθώνα. Ήταν σύγχρονος του Δημοσθένη, που ανήκε, όπως κι εκείνος, στην αντιμακεδονική μερίδα. Μερικοί τον ταυτίζουν με τον Α. τον Φρεάριο, γιο του… … Dictionary of Greek
καναχός — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Γλύπτης από τη Σικυώνα (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Το υπερφυσικού μεγέθους χάλκινο άγαλμα του Απόλλωνα, στο ιερό των Διδύμων της Μιλήτου, ήταν ένα από τα καλύτερα έργα του. Το άγαλμα μεταφέρθηκε… … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek